- πηκτή
- η / πηκτή, ΝΜΑ,και δωρ. τ. πακτά Ανεοελλ.χημ. τύπος κολλοειδούς συστήματος, δηλαδή υδρολύματος, στο οποίο το υγρό μέσον διασποράς έχει γίνει αρκετά ιξώδες, ώστε να δίνει περισσότερο ή λιγότερο την εντύπωση στερεού σώματος2. είδος φαγητού από βρασμένο κεφάλι ή πόδια και εντόσθια ζώων ή και από ψάρια μαζί με τον πηγμένο ζωμό και με διάφορα καρυκεύματα3. ζελατίνη4. φρ. α) «θρεπτική πηκτή» — παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια τών μικροοργανισμώνβ) «χρωματογραφία πηκτής»χημ. τεχνική τής αναλυτικής χημείας που εφαρμόζεται για τον χημικό διαχωρισμό ορισμένων ουσιών και βασίζεται στις διαφορές ταχύτητας με την οποία οι ουσίες αυτές διέρχονται διά μέσου ενός πορώδους ημιστερεού υλικούαρχ.1. δίχτυ ή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών2. τυρί νωπό, χλωρό3. ποικιλία τού συμφύτου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. πηκτός*. Η λ. με την νεοελλ. σημ. «ζελατίνη» αποτελεί απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. gelatine].
Dictionary of Greek. 2013.